Το αξιόγραφο της συναλλαγματικής επιτελεί σημαντική λειτουργία στη σύγχρονη οικονομική και συναλλακτική ζωή, καθώς αποτελεί εξαιρετικά διαδεδομένο μέσο πίστωσης. Η συναλλαγματική είναι νόμιμο έγγραφο που δίνει εντολή πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού σε ορισμένο τόπο και χρόνο και σε ορισμένο δικαιούχο. Για να δημιουργεί η συναλλαγματική υποχρέωση πληρωμής πρέπει να αναγράφονται σ’ αυτήν 8 τυπικά στοιχεία:

Η ονομασία «συναλλαγματική»

Η εντολή πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού

Το όνομα αυτού που οφείλει να πληρώσει

Το όνομα του δικαιούχου

Η ημερομηνία λήξης

Η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης

Η υπογραφή του εκδότη, αυτού δηλαδή που πρέπει να πληρωθεί

Η εντολή πληρωμής του συμφωνημένου ποσού δεν πρέπει να συνοδεύεται από οποιονδήποτε όρο ή επιφύλαξη. Απαραίτητο είναι, επίσης, να αναφέρεται η χρονολογία έκδοσης, διότι έτσι καταγράφεται αν ο εκδότης της συναλλαγματικής είναι όντως ικανός όσον αφορά τις υποχρεώσεις του. Η υπογραφή του εκδότη είναι πάντα χειρόγραφη, ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία της μπορεί να είναι τυπωμένα.

Η ημερομηνία λήξης της συναλλαγματικής δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει μα αυτήν της πληρωμής της. Ο τόπος πληρωμής πρέπει να αναγράφεται και σε περίπτωση που αυτός δεν σημειώνεται ο νόμος θεωρεί τόπο πληρωμής τον τόπο κατοικίας του πληρωτή. Διαφορετικά η συναλλαγματική είναι άκυρη.

Μία συναλλαγματική μπορεί να την αγοράσει κανείς εύκολα και άμεσα, σε αντίθεση με την επιταγή, για την έκδοση της οποίας απαιτούνται αρκετές προϋποθέσεις. Παρά το γεγονός ότι στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου φαίνεται να επιτελούν και οι δύο την ίδια λειτουργία, η λειτουργία της συναλλαγματικής δεν είναι ίδια με αυτήν της επιταγής. Την επιταγή την εκδίδει αυτός που χρωστάει, γι’ αυτό και οι προϋποθέσεις απόκτησής της είναι αυξημένες για την προστασία της ασφάλειας των συναλλαγών, ενώ την συναλλαγματική την εκδίδει αυτός που του χρωστάνε προκειμένου να πληρωθεί από τον οφειλέτη του.

Οι κυριότερες διαφορές μεταξύ επιταγής και συναλλαγματικής είναι:

  • Η επιταγή εκδίδεται «στον κομιστή», ενώ η συναλλαγματική ονομαστικά και σε διαταγή.

  • Στην επιταγή πληρωτής είναι η Τράπεζα, ενώ στη συναλλαγματική μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.

  • Στην επιταγή υπεύθυνοι είναι μόνο οι «υπόχρεοι από αναγωγή», ενώ στη συναλλαγματική υπόχρεος είναι και ο πληρωτής.

  • Η επιταγή εκδίδεται από τον οφειλέτη στον δικαιούχο, ενώ στη συναλλαγματική αποδέκτης είναι ο οφειλέτης και ο εκδότης είναι ο πωλών.

  • Η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα όταν εμφανίζεται, ενώ η συναλλαγματική είναι πληρωτέα στη λήξη της.

  • Στη επιταγή η μη ύπαρξη πρόβλεψης στην πληρωμή συνεπάγεται κυρώσεις ποινικές, ενώ στην συναλλαγματική δε συμβαίνει αυτό.

  • Πολύ συχνή στην πρακτική των εμπορικών συναλλαγών είναι η έκδοση ακάλυπτων επιταγών, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ασφάλεια των συναλλαγών και να δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Ακάλυπτη είναι η επιταγή που εμφανίσθηκε νομότυπα και δεν πληρώθηκε από την Τράπεζα, επειδή δεν υπάρχει κάλυψη, δεν υπάρχουν δηλαδή διαθέσιμα κεφάλαια του εκδότη. Ακάλυπτη μπορεί να είναι και η μεταχρονολογημένη επιταγή, αυτή δηλαδή που φέρει χρονολογία έκδοσης μεταγενέστερη από την πραγματική.

Η έκδοση της ακάλυπτης επιταγής δημιουργεί αστική και ποινική ευθύνη σε βάρος του εκδότη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Παρά τις πολλές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στο ζήτημα των ακάλυπτων επιταγών, προκειμένου να περιοριστεί η έκδοσή τους, ο αριθμός των επιταγών αυτών διογκώνεται και εξελίσσεται διαρκώς σε μείζον πρόβλημα για τις συναλλαγές.